ΝΑ ΜΗ ΔΕΧΤΟΥΜΕ ΤΟΝ ΑΥΤΑΡΧΙΣΜΟ ΣΤΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΖΩΕΣ ΜΑΣ
Μέσα στον Δεκέμβριο προβλέπεται να εφαρμοστεί για πρώτη φορά το μέτρο της διαγραφής των φοιτητών που δεν έχουν περατώσει τις σπουδές τους εντός του προβλεπόμενου χρόνου φοίτησης (π.χ. 6 έτη για τα πανεπιστημιακά τμήματα τετραετούς φοίτησης). Το μέτρο θα εφαρμοστεί σε αυτή τη φάση για τους φοιτητές που εγγράφηκαν από το ακαδημαϊκό έτος 2017-2018 και νωρίτερα.
Πρόκειται για ένα μέτρο οριζόντιο και άδικο. Δεν ζητήθηκε ποτέ από τα ίδια τα Πανεπιστήμια αλλά επιβάλλεται από το κράτος μονομερώς παραβιάζοντας για μια ακόμη φορά την αρχή του «αυτοδιοικήτου» των Πανεπιστημίων, τα οποία υποτίθεται ότι αυτόνομα διευθύνουν τις υποθέσεις τους. Παρουσιάζεται ως ένα μέσο για να απαλλαγούν τα Πανεπιστήμια και οι φορολογούμενοι πολίτες που τα χρηματοδοτούν από το «τεράστιο περιττό βάρος» που δημιουργούν εκείνοι που «λιμνάζουν» και παρουσιάζονται ως «αιώνιοι». Στην πραγματικότητα βέβαια όσοι έχουν υπερβεί το 6ο έτος σπουδών δεν δικαιούνται σίτιση, στέγαση και βιβλία, άρα δεν επιβαρύνουν καθόλου τα οικονομικά των Πανεπιστημίων. Αντίθετα οι διαδικασίες διαγραφής τους έχουν προκαλέσει τεράστια δαπάνη ωρών εργασίας στις διοικητικές υπηρεσίες των Πανεπιστημίων. Επιπλέον, οι διαγραφές δεν υπηρετούν κανένα ακαδημαϊκό ή εκπαιδευτικό σκοπό, καθώς δεν βοηθούν τους υπό διαγραφή φοιτητές να βελτιωθούν ακαδημαϊκά, μονάχα τους πετάνε έξω. Αγνοούνται εντελώς οι λόγοι που τους οδηγούν να αργούν να τελειώσουν τις σπουδές τους, όπως η ανάγκη να εργαστούν, η οικονομική τους αδυναμία, λόγοι υγείας. Αγνοούνται επίσης τα προβλήματα που υπάρχουν στα ίδια τα προγράμματα σπουδών. Τα πανεπιστήμια δεν διαθέτουν ουσιαστικούς μηχανισμούς υποστήριξης και παροχής ακαδημαϊκής συνδρομής και ενίσχυσης στους φοιτητές που έχουν δυσκολίες να περάσουν τα μαθήματά τους. Αντί λοιπόν η προσοχή να δοθεί σε αυτό το θέμα, όπως θα υπαγόρευε η σωστή παιδαγωγική και εκπαιδευτική λογική, επιβάλλεται από το κράτος ένα τιμωρητικό μέτρο εξόντωσης, το οποίο δημιουργεί μη αναστρέψιμα αποτελέσματα.
Το μέτρο των διαγραφών ουσιαστικά αποτελεί μια προσπάθεια τρομοκράτησης και εκφοβισμού. Επιδιώκει να εμπεδώσει ακόμη περισσότερο την κυρίαρχη αντίληψη ότι το μόνο που πρέπει να ενδιαφέρει τους νέους είναι το πόσο γρήγορα θα τελειώσουν τις σπουδές τους, ώστε να βγουν στην αγορά εργασίας δήθεν με καλύτερους όρους. Ο καθένας μόνος του, σε διαρκή ανταγωνισμό με τους άλλους, ώστε να συγκεντρώσει τα απαραίτητα εφόδια για την «καριέρα» του. Στη νέα πραγματικότητα που επιχειρείται να δημιουργηθεί μέσα στα πανεπιστήμια, δεν πρέπει να υπάρχει χρόνος και χώρος για συλλογικούς προβληματισμούς, για κοινωνικές και πολιτικές αναζητήσεις, οι οποίες συχνά στο παρελθόν, αλλά και πολύ πρόσφατα, έχουν οδηγήσει σε κινήσεις και κινήματα διεκδικήσεων και αμφισβήτησης. Αυτά η εξουσία τα φοβάται και θέλει να τα προλάβει, πριν ακόμη εκδηλωθούν. Για αυτόν τον λόγο εισάγονται προβλέψεις για πειθαρχικές και ποινικές κυρώσεις, βάζοντας ουσιαστικό στο στόχαστρο την ελευθερία πολιτικής δράσης στα πανεπιστήμια. Οι φοιτητές οφείλουν λοιπόν μονάχα να συμμορφώνονται με τους κανόνες που τους επιβάλλονται, να διαθέτουν όλο τους το χρόνο και την ενέργεια στις υποχρεώσεις τους, μαθαίνοντας έτσι πως η ζωή τους δεν ελέγχεται στην πραγματικότητα από τους ίδιους, αλλά από τις επιταγές όσων τους διαφεντεύουν. Έτσι δημιουργούνται οι πειθήνιοι εργαζόμενοι, ψηφοφόροι και υπήκοοι του παρόντος και του μέλλοντος.
Εδώ και πολλές δεκαετίες μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας πίεζαν το κράτος, διεκδικώντας τη σε μεγάλη κλίμακα πρόσβαση των νέων στα πανεπιστήμια. Οι διαγραφές, σε συνδυασμό και με άλλα μέτρα όπως η καθιερωμένη πλέον Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, έρχονται τώρα να αντιστρέψουν αυτή την τάση. Από την άλλη πλευρά, οι διαγραμμένοι φοιτητές μπορούν να μεταφέρουν τις πιστωτικές μονάδες από τα μαθήματα τα οποία έχουν περάσει σε ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, ώστε, πληρώνοντας τα ανάλογα δίδακτρα, να πάρουν από εκεί τα πολυπόθητα πτυχία τους. Εφαρμόζεται έτσι και στο πεδίο αυτό η γενικότερη πολιτική απόσυρσης του κράτους από την παροχή υπηρεσιών προς όφελος του ιδιωτικού κεφαλαίου, για το οποίο ανοίγονται νέες προοπτικές κερδοφορίας. Το οικονομικό βάρος μετατοπίζεται πλέον ευθέως στους ώμους των ίδιων των νέων και των οικογενειών τους. Και όλα αυτά σε μια κατάσταση διαρκώς εντεινόμενης οικονομικής δυσπραγίας, η οποία αναγκάζει χιλιάδες δεκαοκτάρηδες να εντάσσονται ήδη από τα χρόνια των σπουδών τους στο καθεστώς της μισθωτής εργασίας, μόνιμης ή προσωρινής, συχνά ανασφάλιστης και αδήλωτης.
Άλλωστε και οι ίδιες οι σπουδές σήμερα είναι μια μορφή εργασίας, καθώς μέσα από αυτές οι σπουδαστές αποκτούν τις ικανότητες με τις οποίες θα παραγάγουν τον συνολικό πλούτο της κοινωνίας. Ο πλούτος αυτός όμως κατανέμεται άνισα και ωφελούνται λίγοι. Το μέτρο λοιπόν των διαγραφών αφορά όχι μόνο τους φοιτητές αλλά όλους και όλες που ανήκουμε στις κοινωνικές τάξεις που πλήττονται από τη σημερινή κατάσταση. Η απουσία αντίστασης απέναντι σε αυτό σημαίνει την υπαναχώρησή μας από σημαντικές αξιώσεις: την αξίωση ανεμπόδιστης πρόσβασης σε μορφωτικά αγαθά, την αξίωση ελέγχου της ζωής μας από εμάς τους ίδιους, την αξίωση το κόστος δημιουργίας της εργατικής δύναμης που στο μέλλον θα εκμεταλλευθούν τα κάθε είδους αφεντικά μας να μην επιβαρύνει τους σπουδαστές και τις οικογένειές τους.
Μπορούμε όμως να φανταστούμε και να μιλήσουμε για ένα διαφορετικό πανεπιστήμιο. Ένα πανεπιστήμιο που δεν θα ελέγχεται από την εξουσία του κράτους ή των ιδιωτών επιχειρηματιών αλλά από την ίδια την κοινωνία. Ένα πανεπιστήμιο ανοιχτό σε όλες και σε όλους που θέλουν να αλληλοεπιδράσουν ελεύθερα και ισότιμα, το οποίο θα αναδεικνύει τον κοινωνικό χαρακτήρα της γνώσης και της μόρφωσης και θα βιώνεται ως χώρος και χρόνος μιας γνήσιας ώσμωσης ιδεών και αντιλήψεων, για τη συλλογική διεκδίκηση μιας ουσιαστικά ελεύθερης ζωής.
