Θα το βρείτε σε κεντρικά βιβλιοπωλεία και σε κινηματικούς χώρους. Το βιβλίο εκδόθηκε από κοινού με την πρωτοβουλία κατοίκων Καισαριανής, με την αυτόνομη συνέλευση Ζωγράφου, με την ανοιχτή συνέλευση κατοίκων Αγίας Παρασκευής, με την ανοιχτή συνέλευση Αγίου Δημητρίου και με την συνέλευση κατοίκων Βύρωνα-Πακρατίου-Καισαριανής.
Η Αγία Παρασκευή είναι ένα προάστιο στα βορειοανατολικά της Αττικής. Προσπαθώντας να σκιαγραφήσουμε την κοινωνική και ταξική της σύνθεση, μοιραία θα πρέπει να αναφερθούμε στην ραγδαία επέκταση της πόλης της Αθήνας λόγω της υπερσυσσώρευσης πληθυσμού και το αντίστοιχο όργιο οικιστικής και εμπορικής δόμησης που επέφερε αυτή, καθώς και τη λεηλασία του φυσικού τοπίου στο διάβα της. Αυτό που εντέχνως βαφτίστηκε ‘αστυφιλία’ δεν ήταν τίποτα άλλο από αποτέλεσμα κεντρικών πολιτικών και επέλασης της χιλιοδοξασμένης καπιταλιστικής ‘ανάπτυξης’ που οδήγησε στην εγκατάλειψη της επαρχίας και οδήγησε στην προλεταριοποίηση μεγάλου κομματιού της χώρας προς τα αστικά κέντρα με αποκορύφωμα τη μητρόπολη της Αθήνας. Κάτι που παρουσιάστηκε βέβαια ως ποιότητα ζωής σε μια ‘αναπτυσσόμενη’ ευρωπαική (και όχι βαλκανική πλέον) χώρα που είχε υποφέρει τόσα και τόσα στο παρελθόν... Το ελληνικό καπιταλιστικό όνειρο ήταν στις δόξες του. Δε θα πάμε πολύ πίσω στο χρόνο, μόνο τόσο όσο για κάποιες/ους απο μας ως βίωμα επηρέασε τις ζωές μας.
Από το ’80κάτι και μετά η Αγ.Παρασκευή γίνεται μια περιοχή που χρόνο με το χρόνο ο πληθυσμός της αυξάνεται, παράλληλα με τις πολυκατοικίες, εξαφανίζοντας σιγά σιγά τις παλιές μονοκατοικίες και τα χωράφια (κυρίως αμπέλια κι ελιές). Αποτελεί τόπο εγκατάστασης ή μετεγκατάστασης για κομμάτια κυρίως της ‘μεσοαστικής’ τάξης θα λέγαμε, κρίνοντας (εκτός των άλλων) απ’ τα ενοίκια και τις τιμές των οικοπέδων (τότε) και των σπιτιών. Θεωρούνταν μια ‘καλή’ περιοχή με θέα στον Υμηττό, πάντα βέβαια σε σύγκριση με το κέντρο και τον πολιτισμό του τσιμέντου που εξαπλωνόταν, σε συνθήκες γενικής σχετικής ευημερίας θα τολμούσαμε να πούμε. Παράλληλα η χωροταξική της θέση ως προάστιο την έκαναν να συνορεύει και να είναι δίοδος για τα Μεσόγεια και πάντα είχε και κάτι από το χαρακτήρα τους. Η ταυτόχρονη γειτνίαση με τον Χολαργό, το Χαλάνδρι αλλά και με το Γέρακα, τα Γλυκά Νερά, δημιουργούσαν πάντα μια μίξη κοινωνική, πολιτισμική και ταξική. Στο σήμερα βέβαια η πόλη (Αθήνα) έχει εξαπλωθεί και δομηθεί προς τα Μεσόγεια επηρεάζοντας φυσικά τα κοινοτιστικά χαρακτηριστικά που πιθανόν να υπήρχαν εκεί πριν π.χ. 10 χρόνια. Επιστρέφοντας στην Αγία Παρασκευή θα λέγαμε λοιπόν πως σίγουρα δεν πρόκειται για μια συνοικία εργατών, όπως ακόμα πιο σίγουρα όμως και για μια συνοικία κεφαλαιοκρατών και αφεντικών με τις αντιστοιχες βίλες τους. Ο πληθυσμός της ανέρχεται σε περίπου 80.000 κατοίκους οπότε και οι επιμέρους γειτονιές της έχουν η καθεμία τα δικά της χαρακτηριστικά και τις δικές τους σχέσεις, χωρις κάποια ιδιαίτερη ταξική ή κοινωνική συνοχή βέβαια που να παραπέμπει σε γειτονιά με τη ρομαντική έννοια της λέξης.
Η κοινωνική σύνθεση και οι εργασιακές-επαγγελματικές ‘ταυτότητες’ των κατοίκων της Αγ.Παρασκευής αποτελούνταν διαχρονικά από εργαζόμενους, ανέργους, μισθωτούς, δημόσιους και ιδιωτικούς υπαλλήλους (χαμηλόμισθους αλλά και υψηλόμισθους), ελεύθερους επαγγελματίες, συνταξιούχους, εισοδηματίες και μικροεπιχειρηματίες. Όπως και στους περισσότερους δήμους, η συντριπτική πλειοψηφία όσων δουλεύουν, δε δουλεύουν εκεί που κατοικούν (για κοινό τόπο καταγωγής δε μιλάμε καν). Αναγκάζονται λοιπόν καθημερινά να μετακινούνται προς όλες τις κατευθύνσεις αλλά κυρίως προς το κέντρο, προς τα βόρεια προάστια (Μαρούσι, Μεταμόρφωση, Αγ.Στέφανος, Κρυονέρι, Καπανδρίτι κλπ) σε εταιρίες, επιχειρήσεις και βιομηχανίες. Επίσης ένα κομμάτι απασχολείται στα Μεσόγεια (Παλλήνη, Παιανία, Κορωπί, Μαρκόπουλο) σε εργοστάσια, επιχειρήσεις ή άλλους χώρους δουλειάς. Μάλλον λιγότεροι/ες είναι αυτές/οι που αναγκάζονται να δουλεύουν στα νότια και δυτικά προάστια. Επίσης, οι φοιτήτριες/ες μετακινούνται και αυτοί/ες καθημερινά προς τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Αθήνας, αν δεν σπουδάζουν στην επαρχία ή στο εξωτερικό, έτσι δεν αποτελεί κάποια φοιτητοπεριοχή, παρά μόνο για τους σπουδαστές του αμερικάνικου-ιδιωτικού DEREE College (…). Ο παραπάνω κατακερματισμός στην (εργασιακή και όχι μόνο) καθημερινότητα των κατοίκων, θέτει ως πραγματικότητα το ότι η ιδιότητα του ‘κατοίκου’ ως υποκείμενο αγώνα, αλλά και σχέσεων γενικότερα, έχει τα όρια της, όταν άνθρωποι αποφασίζουν να δράσουν απο κοινού με βάση αποκλειστικά τον τόπο διαμονής τους και τα βιώματα τους που σχετίζονται με αυτόν. Κι αυτό γιατί μπορούν ίσως να κουβεντιάσουν μεν αλλά να συναποφασίσουν και να δράσουν άμεσα δε, για το ήμισυ της καθημερινότητας τους που πιθανόν να έχουν κοινό. Θα επανέλθουμε σ’αυτό παρακάτω σε επίπεδο προβληματισμού για τις θεματικές αλλά και σε σχέση με τις μετακινήσεις, όμως παίζει τον ρόλο του και στην ιστορία της κυκλοφορίας των αγώνων στο χρόνο, οσον αφορά τις περιοχές μας (και όχι μόνο) και τα θέματα με τα οποία συλλογικότητες που έχουν υπάρξει σε τοπικό επίπεδο ασχολήθηκαν.
Περίοδοι κινητοποιήσεων, δομές πολιτικοποίησης, συλλογικότητες του παρελθόντος και παρακαταθήκες αγώνα στην περιοχή
Έτσι λοιπόν, μη θεωρώντας την Ανοιχτή Συνέλευση Κατοίκων Αγίας Παρασκευής ως μια συλλογική διαδικασία που γεννήθηκε από το μηδέν, αλλά αποτέλεσμα και συνέχιση (εκτός των άλλων) προηγούμενων πεδίων,δομών,σχέσεων αντίστασης και αυτοοργάνωσης που είχαν παρουσία στην Αγ. Παρασκευή και στις γύρω περιοχές, καθώς επίσης και σε σχέση με τις αντίστοιχες κοινωνικές συνθήκες και το λόγο και δράση του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος μέσα σε αυτές, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στα παρακάτω. Βάζουμε εδώ μια παρένθεση αναφέροντας πως μέσα σε αυτά δε θα συμπεριλάβουμε οποιουσδήποτε κομματικούς μηχανισμούς, χωρίς αυτό να σημαίνει πως άνθρωποι από (αριστερά) κόμματα δεν έχουν δώσει σημαντικούς αγώνες και δεν έχουν συνεισφέρει στη μάχη των πολιτικών συσχετισμών της περιοχής. Οι περίοδοι κοινωνικού αναβρασμού που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ως κομβικοί είναι σίγουρα οι κινητοποιήσεις στην παιδεία του ’91, το πολυτεχνείο του ’95, οι μαθητικές κινητοποιήσεις και καταλήψεις του ’98, οι κινητοποιήσεις για τον ΑΣΕΠ το 2001, οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις και η σύνοδος των G8 στη Θεσσαλονίκη του 2003, οι κινητοποιήσεις ενάντια στην Ολυμπιάδα του 2004, οι κινητοποιήσεις, απεργίες και καταλήψεις για την παιδεία το 2006-7, οι κινητοποιήσεις ενάντια στη λεηλασία της φύσης μετά τις πυρκαγιές του 2007 και τα εξεγερσιακά γεγονότα του Δεκέμβρη 2008.
Μέσα απ’αυτή τη νοητή γραμμή αγώνων στο χρόνο, συναντήθηκαν άνθρωποι που αντιστέκονταν και αντιστέκονται, έδρασαν απο κοινού, συλλογικοποιήθηκαν, έχτισαν συντροφικές και διαπροσωπικές σχέσεις και δημιούργησαν γεγονότα στις γειτονιές μας μεταφέροντας τα κέντρα αγώνα σε τοπικό επίπεδο αναδεικνύοντας τη σημασία της τοπικής δράσης ως συμπληρωματική της κεντρικής. Σταθμοί πολιτικής παρουσίας, συλλογικής δράσης και παρακαταθήκης αγώνα στην Αγία Παρασκευή ήταν τα εγχειρήματα του (1ου ) Αυτοδιαχειριζόμενου στεκιού Αγ. Παρασκευής (1994-1996), του (2ου ) Αυτοδιαχειριζόμενου στεκιού Αγ.Παρασκευής – Χαλανδρίου (1997-2005), της εφημερίδας-συλλογικότητας ‘’Φωνή Βοώντος’’ (1999-2004 και 2006-2008), του περιοδικού ‘Ανεπίκαιρα’ (2007-σήμερα) αλλά και της κατάληψης κτήματος πραποπούλου στο Χαλάνδρι (2007-σήμερα). Οι συλλογικοποιήσεις αυτές δεν αποτέλεσαν μόνο σημεία αναφοράς στους χώρους και τις παρεμβάσεις τους για άτομα που θέλαν να εκφραστούν συλλογικά και αυτοοργανωμένα, αλλά άνοιξαν ζητήματα που πιο πριν δεν είχαν τεθεί υπό αμφισβήτηση και κυριαρχούσαν στην περιοχή. Η επανοικειοποίηση του δημόσιου–ελεύθερου χώρου (δρόμοι, πλατείες) ενάντια στην εμπορευματοποίηση της ζωής γενικότερα, οι αδιαμεσολάβητοι αγώνες για την προάσπιση της φύσης (Υμηττός και περιφερειακή, δημόσιοι χώροι), οι αγώνες ενάντια στο ρατσισμό, τους αποκλεισμούς (καταυλισμοί Ρομά της περιοχής) και την καταστολή, και κυρίως η αμφισβήτηση του κυρίαρχου καπιταλιστικού μοντέλου ζωής (lifestyle) που εγκαταστάθηκε για τα καλά στην πόλη μας με το ραγδαίο πολλαπλασιασμό των εμπορικών καταστημάτων (καφετέριες, εμπορικά κέντρα, γυμναστήρια κ.α.) ήταν θεματικές που αποτέλεσαν ένα γόνιμο έδαφος για τους αγώνες του σήμερα.
Α.Σ.Κ.Α.Π : Πού, πως, πότε, ποιοί/ες και γιατί ?
Η Ανοιχτή συνέλευση κατοίκων Αγίας Παρασκευής ήταν η απάντηση στην ανάγκη μιας πρωτοβουλίας κατοίκων να κατανοήσει, να συζητήσει και να επικοινωνήσει με τους συμπολίτες της το γενικότερο κλίμα αμφισβήτησης του κατεστημένου, μετά την κοινωνική εξέγερση του Δεκέμβρη ‘08. Ήταν η απαίτηση εκείνων των ημερών: από τη μία η αύξηση του ενδιαφέροντος για τα κοινά γενικότερα και από την άλλη για τις τοπικές υποθέσεις ειδικότερα. Η ιδέα της αποκέντρωσης, το να μεταφέρουμε δηλαδή την αμφισβήτηση και το εξεγερσιακό πνεύμα στο τόπο που ζούμε και κινούμαστε καθημερινά, μας ώθησε στο να δημιουργήσουμε ένα αυτό-οργανωμένο τοπικό εγχείρημα, μια δομή αγωνιστική και κινηματική που θα μας επέτρεπε να αλληλεπιδρούμε με την τοπική κοινωνία και να πράττουμε άμεσα για ζητήματα που αφορούν την καθημερινότητα μας. Η δυναμική επανεμφάνιση των λαϊκών συνελεύσεων και των κινημάτων πόλης σε συνδυασμό με τις εμπειρίες που είχαμε αποκομίσει από τις κοινότητες αγώνα της εξέγερσης (αρκετοί ‘αγιοπαρασκευιώτες’ συμμετείχαν (λίγο ή περισσότερο) σε διαδικασίες του κέντρου ή (και) στο δυναμικό εγχείρημα και τις δράσεις της κατάληψης του παλιού δημαρχείου-ΚΕΠ στο Χαλάνδρι, πριν δημιουργηθεί κάτι νέο στην περιοχή τους) διαμόρφωσαν και έθεσαν τις βάσεις της ανοιχτής συνέλευσης κατοίκων Αγ. Παρασκευής. Η πρώτη ανοιχτή συνέλευση πραγματοποιήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2009 με αφορμή τη δίκη για το ιδιοκτησιακό καθεστώς του κτήματος Σιστοβάρη. Μπορούμε να πούμε πως το πεδίο της διεκδίκησης των δημόσιων χώρων στην πόλη, ως κομμάτι ευρύτερα της δημόσιας σφαίρας, και η ενασχόληση με τις εξελίξεις γύρω από το κτήμα Σιστοβάρη, τον Υμηττό και το κτήμα Ιόλα, αποτέλεσαν κομβικά σημεία για τη συσπείρωση ανθρώπων γύρω από μια συλλογική διαδικασία στην Αγία Παρασκευή.
Η Αγία Παρασκευή τα τελευταία 20 χρόνια έχει αλλάξει ραγδαία: το βουνό του Υμηττού, στο οποίο είχε πρόσβαση κανείς από διάφορες περιοχές, τώρα με το ζόρι φαίνεται μέσα από τις πολυκατοικίες, ενώ οι προσβάσεις στο βουνό είναι ελάχιστες. Ο κεντρικός δρόμος της πόλης έχει ρυθμούς μεγαλούπολης, με αισθητή απουσία χώρων πρασίνου, ή δημόσιων χώρων που να μπορούν οι κάτοικοι να συζητήσουν και να γνωριστούν μεταξύ τους. Προφανώς ίσως αυτό για κατοίκους περιοχών του κέντρου της Αθήνας να ακούγεται αστείο, παρόλαυτά αποτελεί εκτός από ανθρώπινη ανάγκη παράλληλα και κεντρική αιχμή του μοντέλου κοινωνικής αναπαραγωγής που τα κρατικά-καπιταλιστικά συμφέροντα προωθούν και επιβάλλουν. Γιατί όμως αυτή η εισαγωγή στην πολεοδομία της πόλης; Επειδή καταρχάς ο αστικός χώρος επηρεάζει τις ζωές των ανθρώπων, τους ρυθμούς τους, ακόμα και τον τρόπο που σκέφτονται: τα εμπορικά κέντρα, το πράσινο ή η έλλειψή του… Κατά δεύτερον, γιατί ο χώρος επηρεάζει και τις τοπικές συνελεύσεις, ενώ αναγκαστικά μπαίνει ως βασικό θέμα στην πολιτική τους «ατζέντα».
Η συνεχής τσιμεντοποίηση των δημοσίων χώρων στην πόλη, η αποξένωση και ο εγκλωβισμός στην ιδιωτική μας σφαίρα, η αδυναμία για δημόσια έκφραση και συνεπώς η έλλειψη ελεύθερων χώρων, καθόρισαν την θεματολογία της συνέλευσης τον πρώτο χρόνο της λειτουργίας της. Η καταπάτηση του κτήματος Σιστοβάρη, η καταπάτηση δασικών εκτάσεων του Υμηττού στην Αγία Παρασκευή, το προεδρικό διάταγμα λεηλασίας του Υμηττού και τα σχέδια για τους νέους αυτοκινητόδρομους, το κτήμα και η βίλα Ιόλα ήταν τα θέματα με τα οποία καταπιάστηκε η συνέλευση τον πρώτο χρόνο. Η συνέλευση κατάφερε να διευρύνει τους θεματικούς της ορίζοντες με την έλευση του 2010 και ασχολήθηκε με θέματα όπως τα τοπικά συμβούλια πρόληψης και παραβατικότητας (ΤοΣΠΠΑ), τις μαθητικές καταλήψεις στην πόλη, την ρατσιστική αντιμετώπιση των Α.μ.Ε.Α. από πολιτιστικό σύλλογο του δήμου, την καπιταλιστική κρίση και τις αντιστάσεις στα αντικοινωνικά μέτρα της κυβέρνησης, τρόικας και ΔΝΤ που βιώνουμε όλες/οι, τα κινήματα ‘άρνησης πληρωμης’ κ.α.
Παρόλο που η συνέλευση παρέμενε για ένα μεγάλο διάστημα «μονοθεματική» στο λόγο και στη δράση της, στο εσωτερικό της αναπτύχθηκαν διάφορες συζητήσεις με θέματα που δεν είχαν να κάνουν μόνο με την καταπάτηση και την υπεράσπιση του δημοσίου χώρου. Θέματα όπως οι εργασιακές συνθήκες και η ανεργία, η κατάσταση των δημοτικών υπηρεσιών, η οικονομική και η πολιτική επικαιρότητα, αλλά και θέματα πιο θεωρητικά και αυτό-αναφορικά όπως ο σκοπός και τα μέσα μια ανοιχτής συνέλευσης γειτονιάς, η δυναμική και τα όρια της, ο τρόπος λειτουργίας της, ήταν μερικά από τα ζητήματα που μας απασχόλησαν σημαντικά. Ήταν σ’ αυτές τις συζητήσεις που διαφωνήσαμε, σκεφτήκαμε, συμφωνήσαμε και διαμορφώσαμε ένα άτυπο πολιτικό πλαίσιο, όχι όμως σε μορφή καταστατικού.
Δομή και λειτουργία της συνέλευσης
Η συνέλευση είναι αυτόνομη πολιτική ύπαρξη, αποτελείται από τα άτομα που συμμετέχουν σε αυτήν, άρα δεν επιθυμεί να ετεροκαθορίζεται από ιδεολογικά προσχήματα και κομματικές γραμμές. Συμμετέχουμε όλοι και όλες ισότιμα σαν κάτοικοι της Αγ. Παρασκευής. Δεν έχει καμία θεσμική σχέση με δημοτική παράταξη και κομματικά συμφέροντα. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η ουσιαστική ενεργοποίηση του κάθε ανθρώπου γύρω απ’ τα ζητήματα της πόλης και της ζωής του και όχι η λογική της διαμεσολάβησης και της κομματικής κηδεμονίας. Δεν πιστεύουμε σε ειδικούς και σε πολιτικές αυθεντίες που κατέχουν τις λύσεις για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε καθημερινά. Αντίθετα πιστεύουμε ότι ο καθορισμός των συλλογικών υποθέσεων είναι υπόθεση όλων μας. Βάσει αυτού του σκεπτικού, η οργάνωση της συνέλευσης είναι «οριζόντια» και αμεσο-δημοκρατική. Οι αποφάσεις επιδιώκεται να λαμβάνονται ισότιμα απ’ όσες/ους συμμετέχουν, στη βάση της συνδιαμόρφωσης. Δηλαδή όλοι μας προσπαθούμε να συνεισφέρουμε στις αποφάσεις της συνέλευσης. Στόχος μας παραμένει όχι η κοινή ιδεολογική ταυτότητα αλλά η ανάδειξη δημοσίων θεμάτων, και η άμεση δράση γύρω απ' αυτά. Οι δράσεις που επιλέγονται ποικίλουν ανάλογα με τις ατομικές επιθυμίες, με τους στόχους και τις δυνατότητες μας: δυναμικές παρεμβάσεις, μαζικές πορείες, κινήσεις αντιπληροφόρησης, συντονισμός με παρόμοια εγχειρήματα για την ανάληψη κεντρικών μαζικότερων δράσεων.
Η συνέλευση είναι εβδομαδιαία, με την θεματολογία να αποφασίζεται από την προηγούμενη συνέλευση. Η συνέλευση δεν έχει προς το παρόν αυτόνομο σταθερό χώρο στον οποίο να στεγάζεται. Κινείται στην κατεύθυνση απαίτησης και άμεσης διεκδίκησης για το χώρο συνέυρεσης της, κυρίως σε δημοτικούς χώρους, με τη θεώρηση πως ‘όλα μας ανήκουν’ και το κάνουμε πράξη, συμβολικά αλλά ικανοποιώντας και τις ανάγκες μας στο τώρα.
Αγώνας, κοινότητα, ζωή με νόημα. Συμμετοχή στα κεντρικά γεγονότα.
Από την πρώτη κιόλας στιγμή, με αφορμή την καταπάτηση ενός (μέχρι πρίν) χώρου πρασίνου και τη δόμηση στη θέση του ενός γκλαμουράτου εμπορικού κατασκευάσματος, κάναμε σαφές ότι δεν είμαστε εδώ για να κάνουμε αντιπολίτευση στην δημοτική αρχή, ούτε είμαστε μια στείρα ακτιβίστικη ομάδα. Χαρακτηριστικά στο πρώτο κείμενο μας γράφτηκε πως «…Για να σταματήσουν να παίρνουν αποφάσεις για εμάς χωρίς εμάς, για να γίνουμε ενεργοί συντελεστές των ζωών μας…». Προτάσσουμε ξεκάθαρα την ανασύνθεση της τοπικής κοινωνίας γύρω από τις αρχές της άμεσης δημοκρατίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης. Αυτό σημαίνει ότι εκτός από κινηματική δομή, η συνέλευση αποτελεί και μια πρόταση για την οργάνωση του δήμου, στους αγώνες του σήμερα για την κοινωνία του αύριο. Απέναντι στην αντιπροσώπευση και την ανάθεση προτείνουμε την ενεργή και επί ίσων όρων συμμετοχή των κατοίκων στις συλλογικές υποθέσεις μέσα από λαϊκές συνελεύσεις. Επίσης για μας στόχος είναι να γκρεμιστεί το κυρίαρχο πλέγμα σχέσεων που ετεροκαθορίζονται από την καταναλωτκή αξία και να κατακτήσουμε την άμεση επαφή και επικοινωνία στην καθημερινότητα και στους αγώνες μας. Μία ακόμα διάκριση που θεωρήσαμε πως πρέπει να γίνει είναι αυτή μεταξύ του ενεργού πολίτη και του κατοίκου που παίρνει τη ζωή στα χέρια του. Η διάκριση δεν είναι θεωρητική, αλλά ουσιαστική: ο δεύτερος αποφασίζει για την ζωή του και επιλέγει να αποφασίζει μαζί με άλλους, δεν αναγκάζεται. Κατά συνέπεια, παίρνει και την ευθύνη των πράξεών του. Το αν αυτή η μορφή οργάνωσης θα μπορέσει να είναι αποτελεσματική μέσα στην βαθιά πολιτική (και οικονομική) κρίση που περνάμε, και το κυριότερο θα δώσει απάντηση στην γενικότερη απαξίωση της πολιτικής με την ευρύτερη δυνατή έννοιά της (όχι την πολιτική των ειδικών), αυτό θα το δείξει το μέλλον. Αναμφίβολα όμως έχει δημιουργήσει ήδη προηγούμενο στην εποχή που διανύουμε, αφού οι κάτοικοι επέλεξαν έστω και λίγες φορές αυτόν τον τρόπο να συζητήσουν τα προβλήματά τους. Να δούμε αν θα λειτουργήσει και σαν τη μνήμη που θα πυροδοτήσει μία έκρηξη, για να δημιουργήσει κάτι καινούργιο…
Στο κομμάτι της αντίστασης και του αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση των ζωών μας, η συνέλευση πιστεύουμε πως μπορεί και έχει αποτελέσει πόλο συσπείρωσης για εκείνους/ες που δεν καλύπτονται από κάποια θεσμική (ή μη) συνδικαλιστική δομή. Άνεργοι, μαθητές, φοιτητές αλλά και εργαζόμενοι (που δεν ανήκουν πιθανόν σε κάποιο συνδικάτο λόγω μη ύπαρξης αυτού ή πιθανότερα λόγω του υποκριτικού γραφειοκρατικού συνδικαλισμού), θεωρούμε πως μπορούν να κατεβαίνουν στο δρόμο και να δρουν συλλογικά σχηματίζοντας μια κοινότητα αγώνα με κοινή αναφορά τον τόπο ζωής και κατοικίας τους. Σε καμία περίπτωση αυτη η θέση δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστική προς τη δημιουργία, συμμετοχή και δράση των συνελεύσεων, συλλόγων και σωματείων βάσης εργαζομένων, ίσα-ίσα πιστεύουμε πως μπορεί να λειτουργεί ενισχυτικά προωθώντας την αυτοοργάνωση σε κάθε τομέα της καθημερινότητας μας. Τη στιγμή που τα μεγάλα, μικρά, εγχώρια, ευρωπαικά και παγκόσμια αφεντικά και οι αντίστοιχοι κρατικοί μηχανισμοί που σταθερά τα εξυπηρετούν, για να διασωθούν από την κρίση τους σαρώνουν κυριολεκτικά τα πάντα, η δημιουργία μιας γραμμής άμυνας στις γειτονιές που θα συσπειρώνει κόσμο και θα δημιουργεί δίκτυα αλληλεγγύης και επικοινωνίας, αποτελεί ανάχωμα απέναντι στο φόβο, την ανασφάλεια και το καταθλιπτικό μέλλον που μας ετοιμάζουν.
Η κοινή αυτή συνείδηση που σχηματίστηκε μέσα στη συνέλευση οδήγησε σε αποφάσεις που ξεπερνούσαν αυτό που θα λέγαμε ‘’τοπικότητα’’. Η συμμετοχή σε μαζικές διαδηλώσεις και απεργίες από το Δεκέμβριο του 2010 μέχρι σήμερα, προέκυψε από τη θέληση μας να συνδεθούν οι εργασιακές διεκδικήσεις με κάθε πτυχή αντίστασης απέναντι στην επίθεση που δέχεται η ελληνική κοινωνία από ντόπιους και ξένους καπιταλιστές, που μιλάνε για οικονομικά χρέη και ελλείμματα ενώ εμείς πέρα απ’αυτά αναγνωρίζουμε το έλλειμμα ζωής που εδώ και χρόνια μέσω του υπάρχοντος συστήματος μας έχει επιβληθεί. Η άλλη σύνδεση είναι αυτή στη βάση των αυτοοργανωμένων δομών που κατεβαίνουν στο δρόμο. Θεωρούμε πως η συμμετοχή μας έρχεται να ενισχύσει το κομμάτι του κινήματος που επιλέγει να πορευτεί ακηδεμόνευτα και να χτίσει συλλογική συνείδηση και συντροφικές σχέσεις στο δρόμο με άλλα μορφώματα οριζόντιας οργάνωσης σε γειτονιές και χώρους εργασίας, επιδιώκοντας και το συντονισμό κινήσεων με αυτά. Το σημαντικότερο κίνητρο όμως είναι η ίδια η κοινωνική πραγματικότητα που φέρνει όλο και περισσότερα άτομα της συνέλευσής μας να βιώνουν την απόλυση, την απλήρωτη και ανασφάλιστη εργασία, την επισφάλεια, τη μακροχρόνια ανεργία, τους εντεινόμενους εκμεταλλευτικούς όρους δουλειάς, τις αγωνίες για το άμεσο μέλλον και τις ήδη υπάρχουσες οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν αυτοί/ες και οι οικογένειές τους.
Η συμμετοχή της ΑΣΚΑΠ λοιπόν στις κεντρικές απεργιακές πορείες του τελευταίου χρόνου και τις προσυγκεντρώσεις-πορείες-παρεμβάσεις στη γειτονιά μας πριν από αυτές, επιδιώκει να κινητοποιήσει τον κόσμο που θέλει να αντισταθεί και να βρεί ένα έδαφος για να το κάνει (και να είναι πιθανόν πιο κοντινό του), που θα σπάει τα ατομικά αδιέξοδα και τους φόβους και θα οδηγεί στη συνειδητά συλλογική αντιμετώπιση των προβλημάτων που η σημερινή συγκυρία προσφέρει με αφθονία. Φυσικά ένα μαζικό ακηδεμόνευτο και μη χειραγωγήσιμο κομμάτι κάθε μαζικής δυναμικής διαδήλωσης του οποίου επιλέγουμε να αποτελούμε μέρος, δημιουργεί πάντα το σοβαρότερο πονοκέφαλο στους ‘’πάνω’’ που με κάθε μέσο θέλουν να επιβάλλουν την αίσθηση κοινωνικής ειρήνης, δηλαδή την πλαστή εικόνα πως κυριαρχεί η (εθνική) συναίνεση και συγκατάθεση των εκμεταλλευόμενων απέναντι στα όλο και περισσότερα και σκληρότερα μέτρα εκμετάλλευσής τους. Γι αυτό και η καταστολή, που έχει βιώσει στις τελευταίες πανεργατικές κινητοποιήσεις, εκτός άλλων και η δική μας παρουσία στο δρόμο, στόχο έχει να τρομοκράτησει και να αποθαρρύνει όσες/ους αντιστέκονται έξω από τη σιγουριά, ακινδυνότητα και πολλές φορές τη συνδιαλλαγή που προσφέρουν τα καθεστωτικά θεσμικά κομματικά (ή μη) όργανα. Αν και η καταστολή μερικώς πετυχαίνει το στόχο της στις διαδικασίες μας, όπως αποτυπώνεται μετά από κάθε απεργία, ο δρόμος της αλληλεγγύης κόντρα στον ατομισμό και την απομόνωση, που έχουμε επιλέξει, αλλά και ευρύτερα κοινωνικά στον κίνδυνο ‘κανιβαλισμού’ που γεννάει η εξαθλίωση μεταξύ των από κάτω, μας κάνει να συνεχίζουμε γνωρίζοντας πλέον ποιός είναι ο πραγματικός εχθρός και ποιός όχι.
Η συμμετοχή της ΑΣΚΑΠ λοιπόν στις κεντρικές απεργιακές πορείες του τελευταίου χρόνου και τις προσυγκεντρώσεις-πορείες-παρεμβάσεις στη γειτονιά μας πριν από αυτές, επιδιώκει να κινητοποιήσει τον κόσμο που θέλει να αντισταθεί και να βρεί ένα έδαφος για να το κάνει (και να είναι πιθανόν πιο κοντινό του), που θα σπάει τα ατομικά αδιέξοδα και τους φόβους και θα οδηγεί στη συνειδητά συλλογική αντιμετώπιση των προβλημάτων που η σημερινή συγκυρία προσφέρει με αφθονία. Φυσικά ένα μαζικό ακηδεμόνευτο και μη χειραγωγήσιμο κομμάτι κάθε μαζικής δυναμικής διαδήλωσης του οποίου επιλέγουμε να αποτελούμε μέρος, δημιουργεί πάντα το σοβαρότερο πονοκέφαλο στους ‘’πάνω’’ που με κάθε μέσο θέλουν να επιβάλλουν την αίσθηση κοινωνικής ειρήνης, δηλαδή την πλαστή εικόνα πως κυριαρχεί η (εθνική) συναίνεση και συγκατάθεση των εκμεταλλευόμενων απέναντι στα όλο και περισσότερα και σκληρότερα μέτρα εκμετάλλευσής τους. Γι αυτό και η καταστολή, που έχει βιώσει στις τελευταίες πανεργατικές κινητοποιήσεις, εκτός άλλων και η δική μας παρουσία στο δρόμο, στόχο έχει να τρομοκράτησει και να αποθαρρύνει όσες/ους αντιστέκονται έξω από τη σιγουριά, ακινδυνότητα και πολλές φορές τη συνδιαλλαγή που προσφέρουν τα καθεστωτικά θεσμικά κομματικά (ή μη) όργανα. Αν και η καταστολή μερικώς πετυχαίνει το στόχο της στις διαδικασίες μας, όπως αποτυπώνεται μετά από κάθε απεργία, ο δρόμος της αλληλεγγύης κόντρα στον ατομισμό και την απομόνωση, που έχουμε επιλέξει, αλλά και ευρύτερα κοινωνικά στον κίνδυνο ‘κανιβαλισμού’ που γεννάει η εξαθλίωση μεταξύ των από κάτω, μας κάνει να συνεχίζουμε γνωρίζοντας πλέον ποιός είναι ο πραγματικός εχθρός και ποιός όχι.
Οικειοποίηση, επανανοηματοδότηση και διεκδίκηση του δημόσιου-του κοινού (ΜΜΜ ως πεδίο παρέμβασης).
Η οικονομική και συνάμα κοινωνική κρίση στη χώρα που ζούμε, έφερε εξαγγελίες και τελικά μέτρα για επιθετικές αλλαγές σε όλους τους τομείς του δημόσιου τομέα. Εδώ να τονίσουμε πως η έντεχνη άπαξίωση του δημοσίου ως έννοια, κάτι που καλλιεργείται χρόνια τώρα, στόχο είχε και έχει την απομάκρυνση και αποτροπή της ύπαρξης πιθανής κοινής ταξικής συνείδησης και τη συντήρηση του ανταγωνισμού μεταξύ των εργαζόμενων. Οι μόνοι που επωφελούνται τελικά απ’αυτό είναι γνωστοί-άγνωστοι μεγαλο-ιδιώτες επιχειρηματίες που θα προεκτείνουν τις επενδύσεις και τα κέρδη τους (με μικρότερο πλέον ρίσκο, αγοραστικό και εργατικό κόστος) σε κάθε πτυχή του δημόσιου τομέα που ξεπουλιέται και ιδιωτικοποιείται στο όνομα του χρέους και κατ’εντολή των αφεντικών του πλανήτη. Στην ουσία, η κρατική κακοδιαχείρηση των κοινών αποτελεί πλέον το άλλοθι ώστε η επέλαση του σκληροπυρηνικού καπιταλισμού να εμφανίζεται ως μονόδρομος, ενώ είναι προφανές πως αυτό το μοντέλο είναι στην πραγματικότητα σε κρίση, λίγο πριν την πιθανή χρεωκοπία και κατάρρευσή του. Εδώ επίσης θέλουμε να διευκρινήσουμε πως για μας το δημόσιο δεν ταυτίζεται με το κρατικό και δεν είμαστε διατεθειμένοι να το εγκαταλείψουμε ως εννοια και να τους χαρίσουμε τα κοινά αγαθά που θεωρούμε αναγκαία για κάθε κοινωνία και αφορούν στο τέλος-τέλος την επιβίωσή μας. Υγεία, στέγαση, τροφή, ένδυση, παιδεία, ενέργεια, μεταφορές, φυσικό περιβάλλον. Όλα όσα μας ανήκουν δηλαδή και έχουν κατακτηθεί μέσα στην ιστορία από τον κάθε άνθρωπο που αγωνίζεται να κάνει τη ζωή του καλύτερη. Βρισκόμαστε λοιπόν στο σημείο που το κράτος δηλώνει ανίκανο να διαχειριστεί αυτούς τους τομείς και εμείς ως παραγωγοί και χρήστες καλούμαστε είτε να τους ξαναναθέσουμε σε κάποιους που το μόνο τους κίνητρο είναι η κερδοφορία απ’αυτους, είτε να υπερβούμε ατομικά και συλλογικά τους εαυτούς μας και να τους πάρουμε στα χέρια μας, πιστεύοντας πως η μόνη γόνιμη ‘αναδιάρθρωση και εξυγίανση’ μπορεί να γίνει από εμάς για εμάς.
Επιστρέφοντας στις σημερινές εξελίξεις μία πρώτη γεύση πήραμε, αλλά και δώσαμε ως κίνημα, στον τομέα των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς. Η επίθεση χωρίς προηγούμενο που εξαπέλυσε η κυβέρνηση γίνεται προκειμένου , υποτίθεται, να «ξεπεράσουμε» ( προσοχή στο α’ ενικό ) την κρίση. Οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν το φόβο και τη δρομολόγηση απολύσεων, μείωσης μισθού και χειροτέρευσης των συνθηκών εργασίας, ενώ οι επιβάτες καλούνται να πληρώσουν αυξημένο εισιτήριο και να δεχτούν το ‘κόψιμο’ γραμμών που βαφτίζονται ‘άγονες’, κοινώς μη κερδοφόρες. Παράλληλα ιδιωτικοποιούνται σιδηροδρομικές γραμμές, ενώ αυτές που δε θεωρούνται κερδοφόρες (λεωφορεία και σιδηρόδρομοι) αφήνονται στην τύχη τους, με την προοπτική να καταργηθούν όπως είχε γίνει το 1992. Με την αντίληψη που περιγράψαμε παραπάνω, εμείς ως ΑΣΚΑΠ, συμπορευτήκαμε στην κατεύθυνση που λέει πως ο δημόσιος και κοινωνικός χαρακτήρας των ΜΜΜ όπως και κάθε κοινωνικού αγαθού δεν τίθεται υπο διαπραγμάτευση, και η απάντηση είναι η αντίσταση, η άμεση δράση, η κοινωνική παρέμβαση για την αλληλέγγυα στάση εργαζόμενων (οδηγών, τεχνικών κλπ και όχι ελεγκτών) και επιβατών, ως άλλη μια εστία ανυπακοής στην εξόντωσή μας. Επίσης, παράλληλα και σε ένα γενικότερο πλαίσιο που αφορά τη Μετακίνηση ως κοινωνική δραστηριότητα, παρακολουθήσαμε και συμμετείχαμε σε δράσεις άρνησης πληρωμών σε διόδια. Αυτό που έγινε οικειοποιήσιμο σε ένα ευρύ κομμάτι του κόσμου και διαδώθηκε ως έννοια και πρακτική ‘’δεν πληρώνω’’ αντιμετωπίστηκε από εμάς ως ένα ελπιδοφόρο πεδίο αντίστασης, χωρίς να ληψει βέβαια και η κριτική μας σε αυτό. Το μέσο που έκανε πράξη την ανυπακοή σε διόδια και ΜΜΜ, και για μας, ήταν η άρνηση πληρωμής αντιτίμου, η ανταλλαγή των εισιτηρίων και η αυτενέργεια (συλλογική αλλά και ατομική) των επιβατών (ή οδηγών στα διόδια) απέναντι στον έλεγχο και την καταστολή. Σαν ανοιχτή συνέλευση κατοίκων, σε δράσεις στις γειτονιές μας, μπλοκάραμε ακυρωτικά μηχανήματα εισιτηρίων και απελευθερώσαμε διόδια, ενώ παράλληλα μοιράσαμε κείμενα για να ενημερώσουμε τους κατοίκους, και συμμετείχαμε σε εκδηλώσεις και συντονισμένες δράσεις με άλλες περιοχές της Αθήνας. Όσον αφορά τα ΜΜΜ, η άποψή μας είναι πως οι μόνοι που μπορούν να διασφαλίσουν τον δημόσιο χαρακτήρα τους είναι οι εργαζόμενοι και οι κάτοικοι από κοινού: γιατί μόνο αυτοί μπορούν να αποφασίσουν τι είδους συγκοινωνίες χρειάζονται, όχι με οικονομίστικα κριτήρια αλλά με βάση την ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών, τη διασφάλιση της σύνδεσης των δήμων και την βελτίωση των ζωών τους.
Αντιφάσεις, δυσκολίες, διαφωνίες και προβληματισμοί στο εσωτερικό της διαδικασίας.
Όπως σε κάθε ανοιχτή πολιτικά ετερόκλητη (αρχικά τουλάχιστον) διαδικασία, έτσι και για την ΑΣΚΑΠ, ποτέ δεν ήταν και δεν είναι τα πάντα ρόδινα. Γεγονός λογικό και γόνιμο μέχρι ενός σημείου. Θεωρούμε πως η αναφορά στις διαφωνίες και τα ‘εμπόδια’ μιας τέτοιας δομής είναι αναπόσπαστο κομμάτι της συλλογικής μας εμπειρίας και πιθανό χρήσιμο εργαλείο για τη συλλογική μνήμη και το μέλλον. Οι διαφωνίες-δυσκολίες θα μπορούσαν να χωριστουν σε α) επίπεδο θεματικών (δλδ περιεχομένου), β) επίπεδο διαδικασίας-σχέσεων και γ) πρακτικές δυσκολίες.
Η "ανοιχτότητα" αποτέλεσε πάντα αντικείμενο προβληματισμών. Απο τη μία η δημοσιοποιημένη εβδομαδιαία συνέλευση σε δημοτικούς χώρους αρκεί ίσως για να χαρακτηριστεί ανοιχτή. Τα κριτήρια της ανοιχτότητας όμως ποικίλλουν στο εσωτερικό της. Τα χαρακτηριστικά που αποκτά/κατακτά η συνέλευση στο χρόνο ίσως οδηγούν σε αποκλεισμούς. Μπορούν κομματικοί παράγοντες ή αφεντικά ή φασίστες να συμμετέχουν? Η μαζικότητα είναι κριτήριο ανοιχτότητας? Ή μήπως η συνύπαρξη αριστερών, πασόκων, αυτόνομων, νεο-δημοκρατών, αναρχικών, ακροδεξιών είναι το απαραίτητο στοιχείο που θα αποδείξει την όποια ανοιχτότητα? Η ‘κοινότητα’ της Αγ.Παρασκευής, στην οποία ζούμε, απαρτίζεται ήδη από τους ανθρώπους που θέλουμε να ζούμε μαζί και το μόνο που λείπει είναι να πειστούν να έρθουν αυτοί στη συνέλευση για να συναποφασίσουμε πως θα ζήσουμε? Κατα πόσον μια τέτοια πολιτική συλλογικοποίηση μπορεί να αποφύγει την ιδεολογική ‘ταμπέλα’ τελικά? Και ποιός βάζει τελικά αυτήν την ταμπέλα και με ποια κριτήρια αλλά και κίνητρα? Κατα πόσον όμως παράλληλα απαιτείται για τη λειτουργία μιας τέτοιας διαδικασίας η απόλυτη δέσμευση, η στράτευση, η ομοιογένεια και η συνοχή? Πότε μια ανοιχτή συνέλευση κινδυνεύει να κλειστεί και γίνει ομάδα ή γκρούπα;
Διανύοντας τον 3ο χρόνο ζωής του εγχειρήματος, μπορούμε να πούμε ότι για μια διαδικασία που αναγκαστικά (ως άτομα που την αποτελούν, ως σύνολο και ως κομμάτι κινηματικών διαδικασιών με συγκεκριμένη ιστορία) υπάρχει μέσα σε ένα σύστημα το οποίο επιθυμεί να αλλάξει, κουβαλάει έτσι όλα όσα διαχρονικά έχουν επηρεάσει και διαμορφώσει προβληματικές σχέσεις, καταστάσεις, νοοτροπίες, στερεότυπα κ.α. Αυτό αποδεικνύει παράλληλα πως είναι μια ζωντανή διεργασία στην οποία όλα είναι ζητούμενα και όχι δεδομένα, κατεκτημένα, όπως και οι στόχοι της, και πως με το χρόνο και την συντροφική αλληλεπίδραση των υποκειμένων που την απαρτίζουν, μόνο μπορεί να τα αντιμετωπίσει. Η τακτική εβδομαδιαία συνάντηση των ατόμων στη συνέλευση (και όχι με αφορμή ένα ζήτημα για το οποίο μπορεί να καλεστεί Λαική Συνέλευση ) δημιουργεί μια πολυεπίπεδη τριβή. Οι διαπροσωπικές και συντροφικές σχέσεις που δημιουργούνται έχουν κι αυτές τις αντιφάσεις τους και δεν μπορούν να είναι πάντα ισότιμες. Οι διαφορές ηλικίας και κοινωνικής ταυτότητας – ιδιότητας (μαθητής, φοιτήτρια, εργαζόμενος, άνεργη, οικογενειάρχης), καθώς και τα αντίστοιχα διαφορετικά βιώματα και προτεραιότητες των ατόμων συνθέτουν ένα πάζλ, πολλές φορές αντικρουόμενων καταστάσεων. Η εμπειρία κάποιων σε διαδικασίες, ‘οι παλιοί και οι καινούριοι’, ‘οι σταθεροί και οι περαστικοί’, η συμμετοχή ατόμων παράλληλα και σε άλλες πολιτικές συλλογικότητες-ομαδοποιήσεις ή όχι, η με τον καιρό εδραίωση ρόλων (σύνταξη κειμένων, στήσιμο αφισών, κατασκευή πανό, διαχείριση ταμείου και διαδικτυακών μέσων, η εκπροσώπηση της συνέλευσης σε άλλες διαδικασίες-εκδηλώσεις) είναι φαινόμενα που παλινδρομούν συχνά μεταξύ της ανάθεσης (από τη μια) και της άτυπης ιεραρχίας (από την άλλη).
Κάποια παραδείγματα που έχουν να κάνουν με τις θεματικές , ήταν όταν για τα διόδια αντιμετωπίσαμε την αντίφαση πως για ένα δρόμο (Αττική οδό) που κατέστρεψε τον Υμηττό κάτι για το οποίο εναντιωθήκαμε και συνεχίζουμε, βρεθήκαμε στη θέση να διεκδικούμε ελεύθερες διελεύσεις σε αυτόν. Επίσης στα ΜΜΜ υπήρξε διστακτικότητα προσέγγισης του θέματος. Μετά από ένα μήνα συζητήσεων και ζύμωσης αποφασίστηκε να συμμετέχουμε, ιεραρχώντας τα πεδία ανυπακοής στη σημερινή κατάσταση πάνω από τις πιθανές ατομικές ευθύνες (φταίμε κι εμείς, ταξικές διαφορές επιβατών, συντεχνιακή οικονομική διεκδίκηση εργαζόμενων κλπ ) ή την έλλειψη δικών μας έτοιμων προτάσεων βιωσιμότητας των ΜΜΜ στο σήμερα. Χωρίς εκπτώσεις στον ανταγωνιστικό λόγο μας περί των γιγαντιαίων αυτοκινητόδρομων, της ανάπτυξης, της κουλτούρας του αυτοκινήτου, αλλα παράλληλα συνειδητά εχθρικοί στα συμφέροντα κράτους και κατασκευαστικών στις πλάτες μας. Μια ακόμη διαφωνία ήταν στην έκφραση ή όχι της αλληλεγγύης στον αγώνα των κατοίκων της Κερατέας (τοπικιστικά κίνητρα, μη ύπαρξη πρότασης για τα απορρίμματα, δεξιά σύνθεση τοπικής κοινωνίας). Αποτέλεσμα των διαφωνιών η ελάχιστη συμφωνία πως τα ΜΑΤ και τα συμφέροντα των εργολάβων δε θα λύσουν οποιοδήποτε πρόβλημα και πως οι κατοικοι επιλέγουν να έχουν λόγο για το τι γίνεται στην περιοχή τους, έδωσαν τη διέξοδο προς τη συνδιαμόρφωση. Παρόλαυτά, η άμεση παρουσία εκεί, γνωριμία και συμμετοχή πιθανόν στον αγώνα αυτό, καθώς και το μέγεθος των γεγονότων, εξέλλειψε την αρχική καχυποψία, αλλά όχι και τη γόνιμη κριτική.
Πρακτικά προβλήματα επίσης επηρεάζουν την ομαλή λειτουργία της συνέλευσης. Οι 2 ή 3 ώρες συνέλευσης σε χώρο μη σταθερό για πολύ καιρό, περιορίζει τον ικανό χρόνο τοποθετήσεων από όλα τα άτομα (π.χ. 30) και τη δυνατότητα πραγματικής συνδιαμόρφωσης, οδηγώντας πολλές φορές στο να ξεπερνιούνται βιαστικά θέματα και συζητήσεις χάριν της παραγωγής αποτελέσματος, της απόφασης και της δράσης. Για μια διαδικασία που θέλει να αποτελεί πέρα από πεδίο δράσης και πρόταση οργάνωσης της τοπικής κοινωνίας, μια τέτοια δυσκολία με έναν τέτοιον αριθμό συμμετεχόντων, γεννάει το ερώτημα πως θα μπορέσει να αντιμετωπίσει αυτό που επιδιώκει, δηλαδή μαζικές λαικές συνελεύσεις εκατοντάδων ανθρώπων? Η αναγκαιότητα ύπαρξης χώρου που εν μέρει λύνει τους χρονικούς περιορισμούς, θέτει νέους προβληματισμούς σε σχέση με τον κίνδυνο εγκλωβισμού, εσωστρέφειας και ανάλωσης ενέργειας για τη διαχείριση ενός χώρου, και ‘κλειστότητας’ της συνέλευσης.
Σε επίπεδο διαδικασίας θα αναφερθούμε σε κάποια συνηθισμένα ίσως παραδείγματα σε τέτοιου είδους δομές. Οι διαφορετικές αφετηρίες, κίνητρα, βιώματα, ενδιαφέροντα και στόχοι των ανθρώπων που συμμετείχαν και συμμετέχουν επηρεάζουν το συλλογικό χαρακτήρα της συνέλευσης και δημιουργούν συγκρούσεις. Μία ανοιχτή συνέλευση κατοίκων συγκεντρώνει διαφορετικές τάσεις του ανταγωνιστικού κινήματος και είναι κάτι που είναι λογικό και παράλληλα πρόκληση για τη λειτουργικότητά της. Πιο συγκεκριμένα παρατηρούμε τις εξής τάσεις: Η συνέλευση ως : α) μέσο πίεσης στις τοπικές δημοτικές αρχές και η άσκηση μιας εναλλακτικής μορφής αντιπολίτευσης, β) η εξωεκλογική αντικατάσταση της υπάρχουσας δομής διαχείρισης του δήμου από τη λαική συνέλευση, εντοπίζοντας ως το μόνο θέμα τον υπάρχοντα τρόπο λήψης αποφάσεων, γ) ως πεδίο κοινωνικοποίησης, άμεσης επικοινωνίας, συζήτησης αλλά και επίλυσης συγκεκριμένων καθημερινών τοπικών προβλημάτων (χωροι πρασίνου, απορρίματα, συγκοινωνίες, δρόμοι), δ) ως μέσο αγώνα για την συνολική ανατροπή του υπάρχοντος συστήματος, μέσω της διάχυσης κεντρικών ζητημάτων σε τοπικό επίπεδο και αναπαραγωγής του ριζοσπαστικού λόγου και δράσης στις γειτονιές, ε) ως συγκρότηση κοινότητας αγώνα και καθημερινότητας που χτίζει στο σήμερα δομές, σχέσεις (κοινωνικές και πολιτικές-συντροφικές) και ανταγωνιστικά γεγονότα, ώς εικόνα του αύριο που διεκδικεί. Άτομα που συμμετείχαν αρχικά, λόγω κυρίως των παραπάνω αντιφάσεων πιθανότατα αποχώρησαν.
Επίσης πλέον η συνέλευση έχει να αντιμετωπίσει μια ισχυρή αντίφαση που δημιουργεί η αποκέντρωση της δομής της Πλατείας Συντάγματος, με τη δημιουργία στην πόλη της ‘Λαικής Συνέλευσης Πλατείας Αγ. Παρασκευής’, κάτι το οποίο αυτή τη στιγμή αποτελεί αντικείμενο απαραίτητης συζήτησης. Μέχρι στιγμής η συνέλευση έχει στηρίξει αυτήν την προσπάθεια ως ενα ακόμα πεδίο παρέμβασης, που ο χρόνος θα δείξει την εξέλιξή του.
Επίσης πλέον η συνέλευση έχει να αντιμετωπίσει μια ισχυρή αντίφαση που δημιουργεί η αποκέντρωση της δομής της Πλατείας Συντάγματος, με τη δημιουργία στην πόλη της ‘Λαικής Συνέλευσης Πλατείας Αγ. Παρασκευής’, κάτι το οποίο αυτή τη στιγμή αποτελεί αντικείμενο απαραίτητης συζήτησης. Μέχρι στιγμής η συνέλευση έχει στηρίξει αυτήν την προσπάθεια ως ενα ακόμα πεδίο παρέμβασης, που ο χρόνος θα δείξει την εξέλιξή του.
Δεν έχουμε ίσως κερδίσει ακόμα το βασικότερο στοίχημα: να δούμε μαζικά την τοπική κοινωνία να συμμετέχει στις διαδικασίες μας. Να βιώσει δηλαδή την συνέλευση σαν μέρος της καθημερινότητας της. Παρόλο που ο αγώνας της συνέλευσης έχει αποτυπωθεί στην πόλη και οι δράσεις κι ο λόγος της χαίρουν εκτίμησης από μέρος των κατοίκων, ο κόσμος που συμμετέχει στην τακτική συνέλευση σπανίως ξεπερνά τα 30 άτομα. Από την μία βλέπουμε στις θεματικές συζητήσεις και στις προπαγανδισμένες δράσεις, συμμετοχή της τάξης των 100 ατόμων και από την άλλη δυο με τρεις δεκάδες στις εβδομαδιαίες μας συνελεύσεις. Για να χτυπήσεις την ανάθεση χρειάζεται υπομονή, σταθερή παρουσία, ανοιχτές συμμετοχικές διαδικασίες και χρόνος. Κείμενα, αφίσες, πανό, εκδηλώσεις, παρεμβάσεις, πορείες, καθημερινή ζύμωση.Η συνέλευση πορεύεται στο χρόνο συνειδητά με τις παραπάνω αντιφάσεις και δουλεύει πάνω στη δυνατότητα σύνθεσης και αντιμετώπισης τους.
Ο αγώνας αλλά και η δομή της συνέλευσης είναι κάτι το δυναμικό. Κανείς δεν ξέρει πως θα μετουσιωθεί και θα εξελιχθεί η εμπειρία και η παρακαταθήκη της ανοιχτής συνέλευσης κατοίκων σε καιρούς αναβρασμού και ολικής συστημικής κρίσης όπως τους σημερινούς. Πάντως ίσως να αποτελέσει σημείο αναφοράς στις αγωνιζόμενες γενιές που θα ακολουθήσουν. Στο παρόν όμως , αποτελεί σελίδα ιστορίας που συνεχίζει να γράφεται στον δρόμο για την κοινωνική απελευθέρωση.